αλάνης

αλάνης
ο , αλάνα и αλάνισσα η
1) бродяга, босяк; 2) невежа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αλάνης" в других словарях:

  • αλάνης — ισσα, ικο 1. άνθρωπος που περνά τη μέρα του στους δρόμους, αλήτης 2. αυτός που δεν έχει καλή ανατροφή, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλανοπερίστερο] …   Dictionary of Greek

  • αλάνης — ο βλ. αλανιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλάνι — το 1. υπαίθριος χώρος, έξω από την πόλη ή μέσα σ’ αυτή, αλάνα 2. παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, χαμίνι, αλάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. λ. alan «πέρασμα μέσα στο δάσος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλάνα, αλάνης, αλανιάρης] …   Dictionary of Greek

  • αλανιάρης — α και –ισσα, ικο 1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης 2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος] …   Dictionary of Greek

  • αλανοπερίστερο — το άγριο περιστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνης + περιστέρι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»